Πέμπτη 18 Σεπτεμβρίου 2014

Ἀπολείπειν ὁ Θεός Ἀντώνιον

Σάν ἔξαφνα, ὥρα μεσάνυχτ’, ἀκουσθεί
ἀόρατος θίασος νά περνᾶ
μέ μουσικές ἐξαίσιες, μέ φωνές –
τήν τύχη σου πού ἐνδίδει πιά, τά ἔργα σου
πού ἀπέτυχαν, τά σχέδια τῆς ζωῆς σου
πού βγῆκαν ὅλα πλάνες, μή ἀνωφέλετα θρηνήσεις.
Σάν ἕτοιμος ἀπό καιρό, σά θαρραλέος,
ἀποχαιρέτα την, τήν Ἀλεξάνδρεια πού φεύγει.
Προ πάντων νά μή γελασθεῖς, μήν πεῖς πως ἦταν
ἕνα ὄνειρο, πώς ἀπατήθηκεν ἡ ἀκοή σου∙
μάταιες ἐλπίδες τέτοιες μήν καταδεχθεῖς.
Σάν ἕτοιμος ἀπό καιρό, σά θαρραλέος,
σάν που ταιριάζει σε πού ἀξιώθηκες μιά τέτοια πόλι,
πλησίασε σταθερά πρός τό παράθυρο,
κι ἄκουσε μέ συγκίνησιν, ἀλλ’ ὄχι
με τῶν δειλῶν τά παρακάλια και παράπονα,
ὡς τελευταία ἀπόλαυσι τούς ἤχους,
τά ἐξαίσια ὄργανα τοῦ μυστικοῦ θιάσου,
κι ἀποχαιρέτα την, τήν Ἀλεξάνδρεια πού χάνεις.


Κωνσταντίνος Καβάφης

Κυριακή 14 Σεπτεμβρίου 2014

Ο Σταυρός σου

Πρίν σο στείλει Θεός τό Σταυρό πού σηκώνεις τόν κοίταξε μέ τήν τελείωτη δικαιοσύνη Του, τόν θέρμανε στή γεμάτη αγάπη καρδιά Του, τόν ζύγησε καλά μέ τά στοργικά Του χέρια, μ τυχόν καί πέσει βαρύτερος π’ σο μπορες νά σηκώσεις, καί φο πελόγισε τό θάρρος σου, τόν ελόγησε καί τόν τοποθέτησε προσεκτικά στούς μους σου. Μπορες νά τόν σηκώσεις.
 Κρατησέ τον καί νέβαινε πό τό Γολγοθ πρός τήν Ανάσταση.