Δευτέρα 19 Μαρτίου 2012

"Ήμουνα ρωμαιοκαθολική και έγινα ορθόδοξη" (μέρος Β')


Προτεσταντισμός ή ρωμαιοκαθολική "εκκλησία";
        Μία φίλη έπαιζε προσωρινά εκκλησιαστικό όργανο σε μία "καθολική" εκκλησιαστική κοινότητα της πόλης μας. Κάποιο Σάββατο βράδυ συνεννοηθήκαμε να την περιμένω έξω από την εκκλησία για να βγούμε μαζί. Κατά λάθος πήγα μία ώρα νωρίτερα και έτσι αποφάσισα να πάω μαζί της στον εξώστη και να παρακολουθήσω τη Θεία Λειτουργία «αφ' υψηλού», αντί να περιμένω έξω από την εκκλησία. Κατά κάποιον τρόπο ήταν διαφορετική από τη Θεία Λειτουργία που γνώρισα στην ευαγγελική εκκλησία.
Ήταν κάπως πιο υπερβατικά και μου έκανε καλή εντύπωση. Από τότε δεν μπορούσα να ησυχάσω και ήθελα να ανακαλύψω τι ήταν αυτό το διαφορετικό που με συγκίνησε. Για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα επισκεπτόμουν τα βράδια του Σαββάτου τη ρωμαιοκαθολική εκκλησία και παρακολουθούσα την απογευματινή ακολουθία των καθολικών, ενώ τα πρωινά της Κυριακής παρακολουθούσα τη Θεία Λειτουργία της ευαγγελικής εκκλησίας. Το πρώτο με έλκυε όλο και περισσότερο. Στην ευαγγελική "εκκλησία" μού έλειπε η υπερβατικότητα, φαινόταν σαν να πρόκειται για ένα ανθρώπινο σχήμα, όπου τους ανθρώπους τους συνδέει ένα κοινό ενδιαφέρον, δηλαδή ο Θεός. Στη ρωμαιοκαθολική "εκκλησία" ένιωθα κάτι σαν μία υπέρβαση. Τους ανθρώπους τούς ένωνε κάτι το οποίο τους υπερβαίνει και είναι εντελώς διαφορετικό από ό,τι συμβαίνει σε ένα σύλλογο ή σε μία κοινότητα με κοινά ενδιαφέροντα. Ιδιαιτέρως μου άρεσε η θεία Ευχαριστία σε αντίθεση με την μετάληψη της ευαγγελικής εκκλησίας, η οποία ποτέ δεν είχε ιδιαίτερη σημασία για εμένα. Μιλούσα συχνά με τον ιερέα της κοινότητας ο οποίος διακατεχόταν από σύγχρονες απόψεις. Ως προτεστάντισσα είχα φυσικά σοβαρά προβλήματα με τον παπισμό! Αλλά για τον ιερέα αυτό δεν ήταν πρόβλημα. Ή καλύτερα να πω ότι ήταν πρόβλημα, αλλά το είχε λύσει με τον τρόπο του, με τον ίδιο τρόπο δηλαδή που το είχε ακούσει και στις διαλέξεις από τον καθηγητή του πανεπιστημίου. (Τα επόμενα χρόνια αφαιρέθηκε από τον καθηγητή του η άδεια διδασκαλίας στη Ρώμη). Ο καθηγητής έλεγε: «Ο πάπας είναι στη Ρώμη και εμείς είμαστε εδώ. Τι γνωρίζει για εμάς; Ας ασχοληθεί εκείνος με την εκκλησία της Ρώμης κι εμείς εδώ με τη δική μας». (Αυτή η άποψη φυσικά κάθε άλλο παρά ρωμαιοκαθολική ήταν και άρχισε να διαδίδεται όλο και περισσότερο τη δεκαετία του `80.)         
        Αυτό που τελικά με ώθησε στο να γίνω ρωμαιοκαθολική ήταν η εμπειρία αυτής της υπέρβασης και προπάντων η ευχαριστία, δηλ. η πίστη ότι κατά τη διάρκεια της Θείας λειτουργίας μεταβάλλονται ο άρτος και ο οίνος πράγματι σε σώμα και αίμα Χριστού, ότι δηλαδή όλο αυτό ήταν μία πραγματικότητα και όχι κάτι το συμβολικό. Ένας άλλος λόγος ήταν η έννοια της Θ. Λειτουργίας γενικά , διότι στην ευαγγελική "εκκλησία" δεν υπήρχε λειτουργία υπό αυτή την έννοια. Η Θεία Λειτουργία αποτελείται μόνο από το ανάγνωσμα της Αγίας Γραφής, ένα μεγάλο κήρυγμα και πολλά τραγούδια και περίπου μία φορά το μήνα από τη λεγόμενη «θεία κοινωνία» αμέσως μετά τη λειτουργία. Τον Οκτώβριο του 1982 έγινα, λοιπόν, ρωμαιοκαθολική. Αναλογιζόμενη σήμερα τον τρόπο με τον οποίο έγινε όλο αυτό κουνάω το κεφάλι μου, γιατί ήμουν τυφλή. Είχαμε αποφασίσει να γιορτάσουμε με μία "λειτουργία" στο σπίτι (Hausmesse), μέσα σε οικογενειακή ατμόσφαιρα. Η γιορτή δεν έλαβε χώρα στην εκκλησία, αλλά στο σαλόνι του σπιτιού του ιερέα. Μπορούσα να επιλέξω η ίδια το ανάγνωσμα του ευαγγελίου και, αντί για ένα κήρυγμα, ανταλλάξαμε όλοι μαζί κηρύγματα-σύμφωνα με τα εδάφια του ευαγγελίου που είχαμε επιλέξει-ενώ καθόμασταν στον καναπέ. Αυτό ονομαζόταν λειτουργία του λόγου. Για τη γιορτή της ευχαριστίας καθόμασταν όλοι μαζί γύρω από την τραπεζαρία, η οποία χρησίμευε ως Αγία Τράπεζα. Ναι μεν έπρεπε να πω μαζί με τους υπόλοιπους το σύμβολο της πίστεως, αλλά κανείς δε μου ζήτησε να ομολογήσω το εξής: «Πιστεύω και ομολογώ όλα όσα πιστεύει, διδάσκει και διακηρύττει η αγία καθολική εκκλησία ». (Αυτό το αντιλήφθηκα μετά από 24 χρόνια, όταν κάποιος μου είπε «Δεν μπορείς να εγκαταλείψεις την εκκλησία μας έτσι απλά, αφού έκανες αυτήν την ομολογία»).
   
    Έτσι, έγινα  ρωμαιοκαθολική. Και τώρα; Η εκκλησιαστική μουσική παίζει σημαντικό ρόλο στην ευαγγελική εκκλησία, στη ρωμαιοκαθολική εκκλησία, όμως, είναι δευτερεύουσα. Επιπλέον η εκκλησιαστική μουσική εδώ δε μου φαινόταν και πολύ ελκυστική. Δημιουργήθηκε με ταχείς διαδικασίες μετά τη Β' σύνοδο του Βατικανού, όταν επιτράπηκε η τέλεση της λειτουργίας στην εκάστοτε γλώσσα της χώρας, και δεν είχε καμία παράδοση. Εκτός από αυτό σκεφτόμουν πως έπρεπε κάπως να δραστηριοποιηθώ σε μία κοινότητα και, επειδή ως γυναίκα δεν μπορούσα να γίνω ιερέας, αποφάσισα να σπουδάσω θεολογία, για να γίνω ιεροκήρυκας. Συνέχιζα να μελετώ πολύ την Αγία Γραφή και πιο πολύ από όλα με άγγιζαν βαθύτατα οι παραβολές. Με άγγιζε κάθε φορά που έλεγε ο Ιησούς στον πλούσιο νεανία: «Ύπαγε, πώλησόν σου τα υπάρχοντα και δεύρο ακολούθει μοι.» (Ματθ.ιθ.21). Σε κάποιον άλλον είπε: «Ακολούθει μοι και άφες τους νεκρούς θάψαι τους εαυτών νεκρούς » (Ματθ.η.22) ή «Ουδείς επιβαλών την χείρα αυτού επ` άροτρον και βλέπων εις τα οπίσω εύθετος εστίν εις την βασιλείαν του Θεού» (Λουκ.θ.62). Με άγγιζε και με πονούσε. Ήθελα να κάνω την πίστη μου επάγγελμα και το βασικότερο πράγμα στη ζωή μου. Αλλά με ποιον τρόπο; Μήπως έπρεπε να φύγω από το σπίτι μου χωρίς μία δραχμή, χωρίς δεύτερο πανωφόρι, χωρίς τίποτα και απλά να αναχωρήσω, έτσι όπως λέει το ευαγγέλιο; Αλλά προς τα πού να πάω;

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου