Κυριακή 11 Μαρτίου 2012

"Ήμουνα ρωμαιοκαθολική και έγινα ορθόδοξη"


          Γεννήθηκα το 1961 από προτεστάντες γονείς σε μία πόλη της νότιας Γερμανίας. Ζούσαμε σε ένα προάστιο, το οποίο ήταν παλαιότερα ένα αυτόνομο χωριό και αργότερα ενσωματώθηκε σε δήμο. Εκεί υπήρχε μόνο μία ρωμαιοκαθολική οικογένεια, ενώ όλοι οι υπόλοιποι κάτοικοι ήταν προτεστάντες.

Στο δημοτικό η κόρη αυτής της οικογένειας, την οποία εγώ συμπαθούσα πάρα πολύ, ήταν συμμαθήτριά μου. Θυμάμαι πολύ καλά ότι μου ήταν αυστηρά απαγορευμένο να την επισκέπτομαι, διότι μου έλεγαν πως αν το μάθαινε κανείς θα ήταν ντροπή για την οικογένειά μας. Τα επόμενα χρόνια υπήρξε μεγαλύτερη ανοχή ως προς το θέμα αυτό. Αν και η πλειοψηφία των κατοίκων ήταν προτεστάντες, αυξήθηκε με την πάροδο του χρόνου ο "καθολικός" πληθυσμός και δημιουργήθηκαν περισσότερες ρωμαιοκαθολικές εκκλησιαστικές κοινότητες στην πόλη.
         Οι γονείς μου πίστευαν στο Θεό, αλλά δεν έκαναν πράξη αυτή τους την πίστη, δηλαδή δεν πηγαίναμε ποτέ τις Κυριακές στην εκκλησία, δεν προσευχόμασταν - τουλάχιστον όχι όλοι μαζί, ούτε καν πριν από τα γεύματα-και το θέμα «Θεός» ήταν ανύπαρκτο στο σπίτι μας. Όμως, στο σπίτι των παππούδων μας έμενε μία μεγάλη, ευαγγελική αδελφή διακόνισσα, η οποία ήταν παλαιότερα νηπιαγωγός. Ήταν σαν ένα φως για μένα. Κάθε φορά που επισκεπτόμουν τους παππούδες μου, εκμεταλλευόμουν την ευκαιρία να «εξαφανιστώ» και να επισκεφτώ αυτή την αδελφή. Μου διηγούνταν συνεχώς για τον Ιησού, για τα θαύματα που Έκανε, πώς την είχε Βοηθήσει επανειλημμένως και ποικιλοτρόπως, για τον Παράδεισο, τον Ουρανό, τους αγγέλους και προσευχόταν μαζί μου. Ο χρόνος μαζί της κυλούσε πολύ γρήγορα! Ήμουν πάντα λυπημένη, κάθε φορά που άκουγα μια φωνή να μου λέει: «Μα πού είσαι πάλι; Έλα γρήγορα»! Οι παππούδες δεν έβλεπαν με καλό μάτι το γεγονός ότι περνούσα τόσο πολύ χρόνο με αυτή την «ευλαβή θεία».
            Ένα βράδυ, όταν ήμουν τεσσάρων ή πέντε ετών, ήμουν ξαπλωμένη στο κρεβάτι μου και σκεφτόμουν πόσο φρικτά κουραστικό θα πρέπει να είναι για τον πατέρα Θεό το γεγονός ότι δεν μπορεί να ξεκουραστεί ποτέ. Πάντα θα έπρεπε να αγρυπνά πάνω από τους ανθρώπους και να προσέχει να μην τους συμβεί κανένα κακό. Εγώ Του πρότεινα όλες τις πιθανές λύσεις, όπως π.χ. το να εναλλάσσεται με τον Υιό Του ή με τους αγγέλους. Στο τέλος Του είπα ότι ήθελα τόσο πολύ να Τον βοηθήσω και ότι δε θα με πείραζε καθόλου πού και πού να μένω τις νύχτες ξάγρυπνη, αλλά αυτό πάλι δε θα βοηθούσε τους ανθρώπους. Από τη μια ήταν πολύ παιδικό όλο αυτό το σκεπτικό μου, από την άλλη όμως το εννοούσα πραγματικά και ποτέ δεν το ξέχασα, αν και τα επόμενα χρόνια το λησμόνησα. Μετά άρχισαν τα σχολικά μου χρόνια. Ήμουν απασχολημένη με άλλα πράγματα.
           Ναι μεν δεν αμφέβαλλα ποτέ για την ύπαρξη του Θεού, αλλά αυτό δεν είχε καμία σημασία για μένα και τη ζωή μου. Ήταν σαν δύο ξεχωριστά πράγματα που δεν είχαν καμία σχέση το ένα με το άλλο. Όλη η εφηβεία μου ήταν επηρεασμένη από το γεγονός ότι πάντα ήθελα να είμαι όπως οι άλλοι (κάτι που ποτέ μου δεν κατάφερα, αφού ήμουν πάντα στο περιθώριο, πράγμα που πρέπει να οφείλεται εν μέρει και στην άχαρη εξωτερική μου εμφάνιση). Δοκίμασα όλα όσα έκαναν και οι άλλοι, τσιγάρα, καπηλειά, μαριχουάνα, ροκ μουσική κλπ. Τότε ήμουν σε μία ομάδα, αλλά τον περισσότερο χρόνο καθόμουν μόνη σε μία γωνιά. Έτσι ποτέ δεν ενσωματώθηκα, παρόλο που προσπάθησα πολύ.


Συνεπαρμένη από θείο έρωτα

Όταν ήμουν δεκαεπτά ετών έγινε μία σημαντική αλλαγή στη ζωή μου. Πάντα είχα μεγάλη αγάπη για τη μουσική, έπαιζα κάποια όργανα και ήθελα αργότερα να σπουδάσω μουσική.
Κάποιος έδωσε στη μαμά μου δύο εισιτήρια για μία συναυλία. Επρόκειτο για το "Κατά Ματθαίον Πάθη" του Joh. Seb. Bach, που είναι τα πάθη του Χριστού κατά το ευαγγέλιο του Ματθαίου. Η συναυλία θα λάμβανε χώρα τη Μεγάλη Παρασκευή.
          Οι προτεστάντες δεν έχουν κάποια ιδιαίτερη θεία λειτουργία τη Μεγάλη εβδομάδα, γι' αυτό συχνά πραγματοποιούνται οι λεγόμενες «θρησκευτικές συναυλίες» τις οποίες παρακολουθεί κανείς για περισυλλογή και εσωτερική ηρεμία. Η συναυλία διήρκησε τρεισήμισι ώρες. Βασικά δεν μπορώ να περιγράψω τι συνέβη μέσα μου. Το άγιο ευαγγέλιο σε συνδυασμό με αυτή τη συναρπαστική μουσική με άγγιξε βαθύτατα και συγκλόνισε την καρδιά μου (Κάτι παρόμοιο διάβασα-παρεμπιπτόντως-στη βιογραφία του πατέρα Σεραφείμ Ρόουζ). Ήμουν συνεπαρμένη και εντυπωσιασμένη από την αγάπη του Ιησού Χριστού, ο οποίος υπέκυψε για εμάς και για τις αμαρτίες μας στο Σταυρό. Αυτή η αγάπη έγινε ακριβώς εκείνη τη στιγμή πραγματικότητα για εμένα και με γέμιζε ολοκληρωτικά. Δεν ξέρω για πόση ώρα καθόμουν μόνη στην εκκλησία και έκλαιγα. Ήξερα μόνο ένα πράγμα, ότι ήθελα να γίνω μία απάντηση σε αυτή την αγάπη. Αυτό ήταν ξεκάθαρο στην καρδιά μου. Αργότερα αναρωτιόμουν συχνά για ποιο λόγο είπα «Θέλω να γίνω μία απάντηση σε αυτή την αγάπη» και όχι «Θέλω να δώσω μία απάντηση σε αυτή την αγάπη». Δεν το καταλάβαινα, αλλά φαινόταν να έχει κάποια σημασία. Από εκείνη τη μέρα άλλαξε η ζωή μου. Την επόμενη μέρα αγόρασα μία Βίβλο. Κρέμασα ένα σταυρό στο δωμάτιό μου και, αντί να πηγαίνω τα βράδια στα καπηλειά, διάβαζα την Αγία Γραφή και προσευχόμουν. Μετά πήρα την απόφαση να σπουδάσω εκκλησιαστική μουσική. Σκεφτόμουν πως, αφού ο Θεός με άγγιξε τόσο με αυτό τον τρόπο και μου χάρισε ένα ταλέντο, τότε θέλω να βοηθήσω να μπορέσουν και άλλοι άνθρωποι να αποκτήσουν παρόμοια εμπειρία. Έγινα μέλος της εκκλησιαστικής χορωδίας της πόλης μας και άρχισα να παρακολουθώ ένα τμήμα της εκκλησιαστικής μουσικής και μαθήματα εκκλησιαστικού οργάνου. Έτσι άλλαξε και το φιλικό μου περιβάλλον. Τα επόμενα τρία χρόνια τα αφιέρωσα τελείως στην εκκλησιαστική μουσική, στις νέες γνωριμίες, στην Αγία Γραφή και παράλληλα στο σχολείο. (συνεχίζεται)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου